Greek Meaning of mitigator
μετριαστικός παράγοντας
Other Greek words related to μετριαστικός παράγοντας
Nearest Words of mitigator
- mitigative => μετριαστικός
- mitigation => άμβλυνση
- mitigating circumstance => Ελαφρυντική περίσταση
- mitigating => μετριαστικό
- mitigated => μετριασμένος
- mitigate => μετριάζω
- mitigant => μετριαστικός
- mitigable => επιδεκτικός μετριασμού
- mithridatic => μιθριδατικός
- mithridates vi => Μιθριδάτης ΣΤ΄ Ευπάτωρ
Definitions and Meaning of mitigator in English
mitigator (n.)
One who, or that which, mitigates.
FAQs About the word mitigator
μετριαστικός παράγοντας
One who, or that which, mitigates.
ανακουφίζω,ευκολία,βοήθεια,ανακουφίζω,,καταπραΰνω,ανακουφίζω,θεραπεία,θεραπεύω,βελτιώνω
επιδεινώνω,επιδεινώνω,βλάβη,πόνος,βλάπτω,τραυματίζω,Εντατικοποιώ,αυξάνω,ακονίζω
mitigative => μετριαστικός, mitigation => άμβλυνση, mitigating circumstance => Ελαφρυντική περίσταση, mitigating => μετριαστικό, mitigated => μετριασμένος,