FAQs About the word mandarinism

μανδαρινικά

A government mandarins; character or spirit of the mandarins.

Γραφειοκράτης,δημόσιος υπάλληλος,υπάλληλος,υπάλληλος,Υπάλληλος,επίσημος,εργαζόμενος,εργαζόμενος,Δημόσιος υπάλληλος,χέρι

No antonyms found.

mandarining => μανδαρινική, mandarinic => μανδαρινικά, mandarinate => μανδαρίνικα, mandarin orange tree => Μανταρινιά, mandarin orange => Μανταρίνι,