Greek Meaning of mail carrier
ταχυδρόμος
Other Greek words related to ταχυδρόμος
Nearest Words of mail carrier
Definitions and Meaning of mail carrier in English
mail carrier (n)
a man who delivers the mail
FAQs About the word mail carrier
ταχυδρόμος
a man who delivers the mail
Ταχυδρόμος,ταχυδρόμος,Ταχυδρόμος,Ταχυδρόμος,ταχυδρόμος,αγγελιαφόρος,Ταχυδρόμος,διευθύντρια ταχυδρομείου
No antonyms found.
mail car => ταχυδρομικό όχημα, mail call => ήρθε το ταχυδρομείο, mail boat => ταχυδρομικό πλοίο, mail => αλληλογραφία, maikong => Μεκόνγκ,