FAQs About the word letter carrier

Ταχυδρόμος

a man who delivers the mail

ταχυδρόμος,Ταχυδρόμος,ταχυδρόμος,αγγελιαφόρος,Ταχυδρόμος,ταχυδρόμος,Ταχυδρόμος

No antonyms found.

letter box => γραμματοκιβώτιο, letter bond => Ομόλογο, letter => γράμμα, letted => εμποδισμένος, lette => τηγανίτα,