Greek Meaning of letted

εμποδισμένος

Other Greek words related to εμποδισμένος

Definitions and Meaning of letted in English

Webster

letted ()

of Let

Webster

letted (imp. & p. p.)

of Lette

FAQs About the word letted

εμποδισμένος

of Let, of Lette

επιτρέψω,άδεια,αφήνω,εγκρίνω,εξουσιοδοτώ,ικανοποιώ,ενδυναμώνω,Εγκρίνει,δωρεάν,υποχωρώ (σε)

αποτρέπω,αποθαρρύνω,επιτάσσω,απαγορεύω,αποτρέπω,απαγορεύω,εμποδίζω,αναστέλλω,μπάρα,μπλοκ

lette => τηγανίτα, let-off => προετοιμασία, leto => Λίτο, lethy => ληθαργικός, lethiferous => θανατηφόρος,