Greek Meaning of letted
εμποδισμένος
Other Greek words related to εμποδισμένος
Nearest Words of letted
- letter => γράμμα
- letter bond => Ομόλογο
- letter box => γραμματοκιβώτιο
- letter carrier => Ταχυδρόμος
- letter case => Περίπτωση γράμματος
- letter of credit => πιστωτική επιστολή
- letter of intent => επιστολή πρόθεσης
- letter of jeremiah => επιστολή του Ιερεμία
- letter of mark and reprisal => επιστολή μάραθου και αντιποίνων
- letter of marque => Επιστολή μαρκαρίσματος
Definitions and Meaning of letted in English
letted ()
of Let
letted (imp. & p. p.)
of Lette
FAQs About the word letted
εμποδισμένος
of Let, of Lette
επιτρέψω,άδεια,αφήνω,εγκρίνω,εξουσιοδοτώ,ικανοποιώ,ενδυναμώνω,Εγκρίνει,δωρεάν,υποχωρώ (σε)
αποτρέπω,αποθαρρύνω,επιτάσσω,απαγορεύω,αποτρέπω,απαγορεύω,εμποδίζω,αναστέλλω,μπάρα,μπλοκ
lette => τηγανίτα, let-off => προετοιμασία, leto => Λίτο, lethy => ληθαργικός, lethiferous => θανατηφόρος,