Greek Meaning of lusting
lusting
Other Greek words related to lusting
Nearest Words of lusting
Definitions and Meaning of lusting in English
lusting (p. pr. & vb. n.)
of Lust
FAQs About the word lusting
Definition not available
of Lust
σύζευξη,ψέμα,κοιμάται,χαβαλές,γυναικάς,παίζοντας (γύρω),γυναικάς,γάτα (γatos),εξαπάτηση,κάνω πλάκα
No antonyms found.
lustily => ζωηρά, lustihood => ορμητικότητα, lustihead => Δεν υπάρχει άμεση μετάφραση, lustfully => επιθυμητικά, lusterware => Εφυαλωμένη κεραμική,