Greek Meaning of love affair
love affair
Other Greek words related to love affair
Nearest Words of love affair
Definitions and Meaning of love affair in English
love affair (n)
a relationship between two lovers
FAQs About the word love affair
Definition not available
a relationship between two lovers
υπόθεση,Ερωτική σχέση,περιπέτεια,Ρομαντισμός,αγάπη,Σύνδεσμος,αγάπη,συνημμένο αρχείο,Μοσχαρίσια αγάπη,ερωτοτροπία
αηδία,Αντιπάθεια,Αηδία,αηδία,απάθεια,απέχθεια,δυσμένεια,απροθυμία,αδιαφορία,αντίπαθεια
love => αγάπη, lovastatin => Λοβαστατίνη, lovage => σέλινο, lovable => αγαπητός, louvre museum => Μουσείο του Λούβρου,