FAQs About the word liquoring (up)

μεθύσα

Ποτολαγνεία,ποτό,δροσιστικό,Σαλιάρα,Μπεκροπία,καταβροχθίζω,Κατανάλωση αλκοόλ,απολαμβάνοντας,εορτάζοντας,ποτό

αποχή

liquored (up) => μεθυσμένος, liquor (up) => αλκοόλ (πάνω), liquifying => υγροποιών, liquifies => υγροποιεί, liquidates => εκκαθαρίζει,