FAQs About the word liquifies

υγροποιεί

to become liquid, to reduce to a liquid state, to make or become liquid

ασφάλειες,λιώνει,διαλύεται,δίνει,Απόψυξη,υγροσκοπικός,ροές,ιδρύει,υδρορροές,τρέχει

πήζει,σκληραίνει,σύνολα,στερεοποιεί,θρόμβοι,πήζει,πηκτές ουσίες,παχύνονται,ζελέ,πήζει

liquidates => εκκαθαρίζει, liqueurs => λικέρ, liquefies => υγροποιεί, lips => χείλη, lippy => θρασύς,