Greek Meaning of limbless
ακρωτηριασμένος
Other Greek words related to ακρωτηριασμένος
Nearest Words of limbless
- limbic system => το λιμβικό σύστημα
- limbic brain => Λιµβικό σύστημα
- limbic => λιμβικός
- limb-girdle muscular dystrophy => Μυϊκή δυστροφία των άκρων και της ωμικής ζώνης
- limbers => διατάσεις
- limberness => ευλυγισία
- limbering => διατάσεις
- limbered => εύκαμπτος
- limber up => προθέρμανση
- limber pine => Λευκόπευκος
Definitions and Meaning of limbless in English
limbless (a)
having no limbs
limbless (a.)
Destitute of limbs.
FAQs About the word limbless
ακρωτηριασμένος
having no limbsDestitute of limbs.
Κλάδος,Κλαδί,Κλαδί,κλαδάκι,παράρτημα,ανάπτυξη,κλαδί,σπιρούνι
No antonyms found.
limbic system => το λιμβικό σύστημα, limbic brain => Λιµβικό σύστημα, limbic => λιμβικός, limb-girdle muscular dystrophy => Μυϊκή δυστροφία των άκρων και της ωμικής ζώνης, limbers => διατάσεις,