Greek Meaning of levier

μοχλός

Other Greek words related to μοχλός

Definitions and Meaning of levier in English

Webster

levier (n.)

One who levies.

FAQs About the word levier

μοχλός

One who levies.

φόρος,καθήκον,επιβολή,φόρος,τιμή,αξιολόγηση,κεφαλικός φόρος,Φόρος κληρονομιάς,Άμεσος φόρος,Φόρος κληρονομιών

εκφόρτιση,απολύω

levied => επιβάλλεται, leviathan => Λεβιάθαν, leviable => φορολογήσιμος, levi => λεβί, levet => Μόχλος,