Greek Meaning of kenned

kenned

Other Greek words related to kenned

Definitions and Meaning of kenned in English

Webster

kenned (imp. & p. p.)

of Ken

FAQs About the word kenned

kenned

of Ken

εκτιμημένος,συλληφθεί,αναγνωρισμένο,Κατάλαβα,απύθμενος,ακολούθησε,άρπαξε,ήξερε,αντιλαμβανόμενος,δαιμονισμένος

παρεξηγημένο,εσφαλμένη,ερμηνευμένο εσφαλμένα,παρεξηγημένος,παρεξηγημένος,αγνοούσε

kennan => Κένναν, kendrew => Κέντριου, kendall's tau => Ταυ Κένταλ, kendall test => Δοκιμή Kendall, kendall rank correlation => Συντελεστής συσχέτισης τάξεων Kendall,