FAQs About the word jaggedness

Οδοντωτή

something irregular like a bump or crack in a smooth surface

σπασμένο,κουρελιασμένος,απότομος,σκληρός,ακανόνιστος,τραχύς,ανώμαλος,ατημέλητος,κοκαλιάρης,οδοντωτό

Καθαρός,ακόμα,τακτικός,λείο,μαλακός,επίπεδος,άφθαρτος,στολή,FLUSH,επίπεδο

jaggedly => Κοφτερά, jagged => οδοντωτό, jaggary => jaggery, jagganath => Τζαγκαννάθ, jagg => τσίμπημα,