Greek Meaning of investigatory
ερευνητικός
Other Greek words related to ερευνητικός
Nearest Words of investigatory
- investing => επενδύσεις
- investiture => ενθρόνιση
- investive => επενδυτικός
- investment => επένδυση
- investment adviser => σύμβουλος επενδύσεων
- investment advisor => Σύμβουλος Επενδύσεων
- investment banker => Επενδυτικός τραπεζίτης
- investment company => εταιρεία επενδύσεων
- investment firm => Επενδυτική εταιρεία
- investment funds => Επενδυτικά ταμεία
Definitions and Meaning of investigatory in English
investigatory (s)
designed to find information or ascertain facts
FAQs About the word investigatory
ερευνητικός
designed to find information or ascertain facts
εξετάζω,εξερευνώ,εμβαθύνω (σε κάτι),Σκάβω (σε),ρωτάω (για),ελέγχω,κοίτα (κάτι),ανιχνευτής,έρευνα,Μελέτη
No antonyms found.
investigator => ερευνητής, investigative => Διερευνητικός, investigation => έρευνα, investigating => ερευνώντας, investigated => εξετάστηκε,