Greek Meaning of investive
επενδυτικός
Other Greek words related to επενδυτικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of investive
- investment => επένδυση
- investment adviser => σύμβουλος επενδύσεων
- investment advisor => Σύμβουλος Επενδύσεων
- investment banker => Επενδυτικός τραπεζίτης
- investment company => εταιρεία επενδύσεων
- investment firm => Επενδυτική εταιρεία
- investment funds => Επενδυτικά ταμεία
- investment letter => επενδυτική επιστολή
- investment trust => επενδυτικός οργανισμός
- investor => επενδυτής
Definitions and Meaning of investive in English
investive (a.)
Investing.
FAQs About the word investive
επενδυτικός
Investing.
No synonyms found.
No antonyms found.
investiture => ενθρόνιση, investing => επενδύσεις, investigatory => ερευνητικός, investigator => ερευνητής, investigative => Διερευνητικός,