Greek Meaning of intraparietal
ενδοβρεγματικός
Other Greek words related to ενδοβρεγματικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of intraparietal
- intraocular pressure => Ενδοφθάλμια πίεση
- intraocular lens => Ενδοφακός
- intranuclear => ενδοπυρηνικός
- intrant => εισερχόμενος
- intranssient => παροδικός
- intransmutable => αμετάτρεπτος<br>
- intransmutability => Αμεταβλητότητα
- intransmissible => μη μεταβιβάσιμος
- intransitivize => μετατρέπω σε αμετάβατο
- intransitivity => αμεταβατικότητα
- intrapetiolar => ενδοφυλλικός
- intrapulmonary => ενδοπνευμονικός
- intrasentential => ενδοφραστικό
- intraspecies => ενδοειδής
- intraspecific => ενδοειδικός
- intrastate => ενδοκυκλικό
- intraterritorial => ενδοεδαφικός
- intrathoracic => ενδοθωρακικός
- intratropical => ενδοτροπικός
- intrauterine => ενδομήτριος/-α/-ο
Definitions and Meaning of intraparietal in English
intraparietal (a.)
Situated or occurring within an inclosure; shut off from public sight; private; secluded; retired.
FAQs About the word intraparietal
ενδοβρεγματικός
Situated or occurring within an inclosure; shut off from public sight; private; secluded; retired.
No synonyms found.
No antonyms found.
intraocular pressure => Ενδοφθάλμια πίεση, intraocular lens => Ενδοφακός, intranuclear => ενδοπυρηνικός, intrant => εισερχόμενος, intranssient => παροδικός,