Greek Meaning of intranssient
παροδικός
Other Greek words related to παροδικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of intranssient
- intransmutable => αμετάτρεπτος<br>
- intransmutability => Αμεταβλητότητα
- intransmissible => μη μεταβιβάσιμος
- intransitivize => μετατρέπω σε αμετάβατο
- intransitivity => αμεταβατικότητα
- intransitivise => αμετάβατος
- intransitiveness => Αμετάβατοτητα
- intransitively => αμετάβατος
- intransitive verb form => Ενδοτική μορφή ρήματος
- intransitive verb => Αμετάβατο ρήμα
- intrant => εισερχόμενος
- intranuclear => ενδοπυρηνικός
- intraocular lens => Ενδοφακός
- intraocular pressure => Ενδοφθάλμια πίεση
- intraparietal => ενδοβρεγματικός
- intrapetiolar => ενδοφυλλικός
- intrapulmonary => ενδοπνευμονικός
- intrasentential => ενδοφραστικό
- intraspecies => ενδοειδής
- intraspecific => ενδοειδικός
Definitions and Meaning of intranssient in English
intranssient (a.)
Not transient; remaining; permanent.
FAQs About the word intranssient
παροδικός
Not transient; remaining; permanent.
No synonyms found.
No antonyms found.
intransmutable => αμετάτρεπτος<br>, intransmutability => Αμεταβλητότητα, intransmissible => μη μεταβιβάσιμος, intransitivize => μετατρέπω σε αμετάβατο, intransitivity => αμεταβατικότητα,