Greek Meaning of intrasentential
ενδοφραστικό
Other Greek words related to ενδοφραστικό
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of intrasentential
- intrapulmonary => ενδοπνευμονικός
- intrapetiolar => ενδοφυλλικός
- intraparietal => ενδοβρεγματικός
- intraocular pressure => Ενδοφθάλμια πίεση
- intraocular lens => Ενδοφακός
- intranuclear => ενδοπυρηνικός
- intrant => εισερχόμενος
- intranssient => παροδικός
- intransmutable => αμετάτρεπτος<br>
- intransmutability => Αμεταβλητότητα
- intraspecies => ενδοειδής
- intraspecific => ενδοειδικός
- intrastate => ενδοκυκλικό
- intraterritorial => ενδοεδαφικός
- intrathoracic => ενδοθωρακικός
- intratropical => ενδοτροπικός
- intrauterine => ενδομήτριος/-α/-ο
- intravalvular => ενδοβαλβιδικός
- intravasation => ενδοαγγειακή εισβολή
- intravenous => Ενδοφλέβιος
Definitions and Meaning of intrasentential in English
intrasentential (a)
of or relating to constituents within a sentence
FAQs About the word intrasentential
ενδοφραστικό
of or relating to constituents within a sentence
No synonyms found.
No antonyms found.
intrapulmonary => ενδοπνευμονικός, intrapetiolar => ενδοφυλλικός, intraparietal => ενδοβρεγματικός, intraocular pressure => Ενδοφθάλμια πίεση, intraocular lens => Ενδοφακός,