Greek Meaning of interstinctive
ενστικτώδης
Other Greek words related to ενστικτώδης
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of interstinctive
- interstices => κενά
- intersticed => μεσοδιάστιχος
- interstice => διάκενο
- intersternal => διαστερνικός
- interstellary => διαστρικός
- interstellar space => Διαστρικός χώρος
- interstellar medium => Διαστρικό μέσο
- interstellar => διαστρικός
- interstate highway => Διαπολιτεϊκή υπεραστική οδός
- interstate commerce commission => Διεθνή Επιτροπή Εμπορίου
- interstitial => διάμεσος
- interstitial fluid => Υγρό εσωτερικών χώρων
- interstitial plasma cell pneumonia => Ενδιάμεση πνευμονία από πλασμακύτταρα
- interstitial pneumonia => Ενδιάμεση πνευμονία
- interstitial tissue => Ενδιάμεσος ιστός
- interstition => Ενδιάμεσος
- interstratification => Διεστρωμάτωση
- interstratified => διαστρωμένο
- interstratify => παρεμβάλλω στρώματα
- intertalk => intertalk
Definitions and Meaning of interstinctive in English
interstinctive (a.)
Distinguishing.
FAQs About the word interstinctive
ενστικτώδης
Distinguishing.
No synonyms found.
No antonyms found.
interstices => κενά, intersticed => μεσοδιάστιχος, interstice => διάκενο, intersternal => διαστερνικός, interstellary => διαστρικός,