FAQs About the word interstition

Ενδιάμεσος

An intervening period of time; interval.

No synonyms found.

No antonyms found.

interstitial tissue => Ενδιάμεσος ιστός, interstitial pneumonia => Ενδιάμεση πνευμονία, interstitial plasma cell pneumonia => Ενδιάμεση πνευμονία από πλασμακύτταρα, interstitial fluid => Υγρό εσωτερικών χώρων, interstitial => διάμεσος,