Greek Meaning of interstition
Ενδιάμεσος
Other Greek words related to Ενδιάμεσος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of interstition
- interstitial tissue => Ενδιάμεσος ιστός
- interstitial pneumonia => Ενδιάμεση πνευμονία
- interstitial plasma cell pneumonia => Ενδιάμεση πνευμονία από πλασμακύτταρα
- interstitial fluid => Υγρό εσωτερικών χώρων
- interstitial => διάμεσος
- interstinctive => ενστικτώδης
- interstices => κενά
- intersticed => μεσοδιάστιχος
- interstice => διάκενο
- intersternal => διαστερνικός
Definitions and Meaning of interstition in English
interstition (n.)
An intervening period of time; interval.
FAQs About the word interstition
Ενδιάμεσος
An intervening period of time; interval.
No synonyms found.
No antonyms found.
interstitial tissue => Ενδιάμεσος ιστός, interstitial pneumonia => Ενδιάμεση πνευμονία, interstitial plasma cell pneumonia => Ενδιάμεση πνευμονία από πλασμακύτταρα, interstitial fluid => Υγρό εσωτερικών χώρων, interstitial => διάμεσος,