Greek Meaning of industrial
Βιομηχανικός
Other Greek words related to Βιομηχανικός
Nearest Words of industrial
- industrial air pollution => Βιομηχανική ατμοσφαιρική ρύπανση
- industrial arts => Τεχνικές τέχνες
- industrial bank => Βιομηχανική τράπεζα
- industrial disease => Επαγγελματική ασθένεια
- industrial engineering => βιομηχανική μηχανική
- industrial enterprise => Βιομηχανική επιχείρηση
- industrial loan company => βιομηχανική εταιρία δανείων
- industrial management => βιομηχανική διοίκηση
- industrial park => βιομηχανική περιοχή
- industrial plant => Βιομηχανική εγκατάσταση
Definitions and Meaning of industrial in English
industrial (a)
of or relating to or resulting from industry
having highly developed industries
industrial (s)
employed in industry
suitable to stand up to hard wear
industrial (a.)
Consisting in industry; pertaining to industry, or the arts and products of industry; concerning those employed in labor, especially in manual labor, and their wages, duties, and rights.
FAQs About the word industrial
Βιομηχανικός
of or relating to or resulting from industry, having highly developed industries, employed in industry, suitable to stand up to hard wearConsisting in industry;
κατασκευασμένος,μηχανικό,τεχνητός,Καλλιεργούμενος,επινοημένος,Συνθετικός,υποκατάστατο,ψεύτικο,μίμηση,τεχνητός
φυσικός,Ωμός,ακατέργαστος
indusium => επιδερμίδα, indusiated => ντυμένος, indusiate => Επαγόμενης, indusial => indusium, indusia => Επαγωγός,