Greek Meaning of industrial disease
Επαγγελματική ασθένεια
Other Greek words related to Επαγγελματική ασθένεια
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of industrial disease
- industrial bank => Βιομηχανική τράπεζα
- industrial arts => Τεχνικές τέχνες
- industrial air pollution => Βιομηχανική ατμοσφαιρική ρύπανση
- industrial => Βιομηχανικός
- indusium => επιδερμίδα
- indusiated => ντυμένος
- indusiate => Επαγόμενης
- indusial => indusium
- indusia => Επαγωγός
- indus river => Ποταμός Ινδός
- industrial engineering => βιομηχανική μηχανική
- industrial enterprise => Βιομηχανική επιχείρηση
- industrial loan company => βιομηχανική εταιρία δανείων
- industrial management => βιομηχανική διοίκηση
- industrial park => βιομηχανική περιοχή
- industrial plant => Βιομηχανική εγκατάσταση
- industrial process => βιομηχανική διαδικασία
- industrial psychology => Βιομηχανική ψυχολογία
- industrial revolution => Βιομηχανική επανάσταση
- industrial union => Βιομηχανική ένωση
Definitions and Meaning of industrial disease in English
industrial disease (n)
disease or disability resulting from conditions of employment (usually from long exposure to a noxious substance or from continuous repetition of certain acts)
FAQs About the word industrial disease
Επαγγελματική ασθένεια
disease or disability resulting from conditions of employment (usually from long exposure to a noxious substance or from continuous repetition of certain acts)
No synonyms found.
No antonyms found.
industrial bank => Βιομηχανική τράπεζα, industrial arts => Τεχνικές τέχνες, industrial air pollution => Βιομηχανική ατμοσφαιρική ρύπανση, industrial => Βιομηχανικός, indusium => επιδερμίδα,