Greek Meaning of incommunicability
ακοινωνησία
Other Greek words related to ακοινωνησία
Nearest Words of incommunicability
- incommunicable => αμετάδοτος
- incommunicado => αποκομμένος
- incommunicated => απομονωμένος
- incommunicating => μη επικοινωνιακός
- incommunicative => Ανακοινώνητος
- incommutability => Μη-εναλλακτικότητα
- incommutable => μή μεταμεσή
- incompact => μη συμπαγής
- incompacted => ασυμπίεστος
- incomparable => ασύγκριτος
Definitions and Meaning of incommunicability in English
incommunicability (n.)
The quality or state of being incommunicable, or incapable of being imparted.
FAQs About the word incommunicability
ακοινωνησία
The quality or state of being incommunicable, or incapable of being imparted.
απίστευτος,ακαθόριστος,Απερίγραπτος,ανέκφραστος,ανέκφραστος,ανεξήγητος,ανέκφραστος,ανείπωτος,αδιανόητο,ανέκφραστος
μεταδοτικός,Ορίζοντες,Εκφράσιμο,αντιληπτός,φανταστός,προφορική,εννοούμενο
incommodity => Δυσκολία, incommodities => δυσκολίες, incommodiousness => Δυσκολία, incommodious => άβολος, incommoding => ενοχλητικός,