Greek Meaning of incoming
εισερχόμενο
Other Greek words related to εισερχόμενο
Nearest Words of incoming
- incomer => νεοεισερχόμενος
- income tax return => Φορολογική δήλωση
- income tax bracket => φορολογική κλίμακα
- income tax => Φόρος εισοδήματος
- income statement => Κατάσταση Αποτελεσμάτων
- income bracket => κατηγορία εισοδήματος
- income => Εισόδημα
- incombustible => άφλεκτος
- incombustibility => Ακαυστότητα
- incombine => μη συνδυασμένο
Definitions and Meaning of incoming in English
incoming (n)
the act of entering
incoming (a)
arriving at a place or position
entering upon a position of office vacated by another
incoming (a.)
Coming in; accruing.
Coming in, succeeding, or following, as occupant or possessor; as, in incoming tenant.
incoming (n.)
The act of coming in; arrival.
Income; gain.
FAQs About the word incoming
εισερχόμενο
the act of entering, arriving at a place or position, entering upon a position of office vacated by anotherComing in; accruing., Coming in, succeeding, or follo
ερχομός,εμφάνιση,άφιξη,ερχομένων,προσέγγιση,αρχή,έναρξη,ντεμπούτο,είσοδος,Γένεση
αναχωρούντος,αναχώρηση,εξαφάνιση,εξάτμιση,Έξοδος,πηγαίνω,χωρισμό,περνώντας,Αποχώρηση,αποχώρηση
incomer => νεοεισερχόμενος, income tax return => Φορολογική δήλωση, income tax bracket => φορολογική κλίμακα, income tax => Φόρος εισοδήματος, income statement => Κατάσταση Αποτελεσμάτων,