Greek Meaning of incommensurability
Ασυμβίβαστο
Other Greek words related to Ασυμβίβαστο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of incommensurability
- incomity => εχθρότητα
- incoming => εισερχόμενο
- incomer => νεοεισερχόμενος
- income tax return => Φορολογική δήλωση
- income tax bracket => φορολογική κλίμακα
- income tax => Φόρος εισοδήματος
- income statement => Κατάσταση Αποτελεσμάτων
- income bracket => κατηγορία εισοδήματος
- income => Εισόδημα
- incombustible => άφλεκτος
Definitions and Meaning of incommensurability in English
incommensurability (n.)
The quality or state of being incommensurable.
FAQs About the word incommensurability
Ασυμβίβαστο
The quality or state of being incommensurable.
No synonyms found.
No antonyms found.
incomity => εχθρότητα, incoming => εισερχόμενο, incomer => νεοεισερχόμενος, income tax return => Φορολογική δήλωση, income tax bracket => φορολογική κλίμακα,