Greek Meaning of inaccessibly
απρόσιτο
Other Greek words related to απρόσιτο
Nearest Words of inaccessibly
Definitions and Meaning of inaccessibly in English
inaccessibly (r)
in an inaccessible manner
FAQs About the word inaccessibly
απρόσιτο
in an inaccessible manner
μη διαθέσιμο,μακριά,κρυμμένος,Απροσπέλαστος,ενοχλητικός,απομονωμένος,αφαιρέθηκε,Απροσέγγιστος,Απρόσιτος,ανέφικτο
Προσβάσιμο,προσιτός,εφικτός,κατάλληλος,πρακτικός,εφικτός,Προσιτός,αποκτάν,κοντά,προσβάσιμος
inaccessible => απρόσιτος, inaccessibility => απροσβασιμότητα, inabusively => υβριστικά, inabstracted => μη αφηρημένος, inabstinence => αποχή,