Greek Meaning of give birth
γεννάω
Other Greek words related to γεννάω
- συνεισφέρω
- δωρίσει
- παρόν
- παρέχειν
- εθελοντής
- αντέχω οικονομικά
- βραβείο
- δωρίζω
- παρέχω
- χαρίζω
- ζήτημα
- προσφορά
- Αποδίδω
- δώσε σε
- διοικώ
- βοήθεια
- Βοήθεια
- όφελος
- συμμετέχω
- comp
- παραδίδει
- διανέμω
- διανέμω
- δωρεά
- ενδύω
- επεκτείνω
- διανέμω
- βοήθεια
- παρέχει
- ντύνω
- ξεκινώ
- σπάταλος
- Πληρώνω
- συνεισφέρειν
- Προσφορά
- βασιλικός
- θυσία
- τρυφερό
- ρίχνω
- διανέμω
Nearest Words of give birth
- give care => Παρέχω φροντίδα
- give chase => Καταδίωξη
- give ear => δώσε αυτί
- give forth => εκπέμπω
- give full measure => δώστε πλήρες μέτρο
- give in => υποχωρώ
- give it a try => Δοκίμασέ το
- give it a whirl => <span lang="el">Δώστε του μια ευκαιρία</span>
- give it the deep six => δώσε του το βαθύ έξι
- give notice => ειδοποιώ
Definitions and Meaning of give birth in English
give birth (v)
cause to be born
create or produce an idea
FAQs About the word give birth
γεννάω
cause to be born, create or produce an idea
συνεισφέρω,δωρίσει,παρόν,παρέχειν,εθελοντής,αντέχω οικονομικά,βραβείο,δωρίζω,παρέχω,χαρίζω
κρατώ,κρατάω,διατηρώ,διατηρώ,αποθήκευση,παρακράτηση,πρόοδος,δανείζω,πουλάω,δάνειο
give back => δώσει πίσω, give away => χαρίζω, give and take => Δούναι και λαβείν, give a hoot => νοιάζομαι, give a hang => δεν με νοιάζει καθόλου,