FAQs About the word give notice

ειδοποιώ

terminate the employment of; discharge from an office or position, inform (somebody) of something

αφήνω,παραιτούμαι,εγκαταλείπω,τσάντα,τσοκ,παραιτώμαι (από),αποσυρθώ (από),κάνω στην άκρη (από),αποχωρήσει (από),εμέω

μένω (σε),ενοικιάζω

give it the deep six => δώσε του το βαθύ έξι, give it a whirl => <span lang="el">Δώστε του μια ευκαιρία</span>, give it a try => Δοκίμασέ το, give in => υποχωρώ, give full measure => δώστε πλήρες μέτρο,