FAQs About the word girts

Ράβδοι

gird, to fasten by means of a girth, to measure in girth

λαχματζούν,συγκροτήματα,ζώνες,κύκλοι,ζώνες,ζώνει,περίμετρος,σκελετός,αλυσίδες,χορδές

λύνει,Λύνει,απελευθερώνει,χαλαρώνει,Απελευθερώνει

girths => περίμετρος, girthing => περίμετρος, girthed => περιτριγυρισμένο από, girly => κοριτσίστικο, girls => κορίτσια,