FAQs About the word frivolled

ελαφρότητα

to act frivolously, trifle entry 2 sense 1b

φλέρταρε,φλέρταρε,έπαιξε,περιπαίζω,έτρεχε από πίσω της,καθυστερείν,εξαπατημένος,αστειεύομαι,οδήγησε,χειραγωγημένος

No antonyms found.

frivoling => αστάθεια, frivoled => φριβολος, fritters (away) => σπαταλώ, fritters => λουκουμάδες, frittering (away) => σπατάλη (μακριά),