FAQs About the word frizzles

μπούκλες

to cook with a sizzling noise, to fry until crisp and curled, frizz, curl, a crisp curl, burn, scorch

Μπούκλες,φριζάρει,Μπούκλες,κρίμπα,Γωνίες,κλειδαριές,πλεξούδες,κύματα

πνίγεται,ρίχνει,σβήνει,σβήνει,σβήνει,πνίγει,σβήνει (σβήνει),Σφραγίζω,πνίγει,μαυρίζει

frivolling => ανόητος, frivolled => ελαφρότητα, frivoling => αστάθεια, frivoled => φριβολος, fritters (away) => σπαταλώ,