FAQs About the word tresses

πλεξούδες

the long unbound hair of a woman, a long lock of hair, a plait of hair

κλειδαριές,Μπούκλες,μόνιμα,περμανάντ,Μπούκλες,κύματα,κρίμπα,φριζάρει,μπούκλες,Γωνίες

No antonyms found.

trespasses => παραβάσεις, trespassers => εισβολείς, trendsetter => Πρωτοπόρος τάσεων, trendiness => τάση, trendies => Φασιονίστας,