Greek Meaning of fortifier

ενισχυτικό

Other Greek words related to ενισχυτικό

Definitions and Meaning of fortifier in English

Webster

fortifier (n.)

One who, or that which, fortifies, strengthens, supports, or upholds.

FAQs About the word fortifier

ενισχυτικό

One who, or that which, fortifies, strengthens, supports, or upholds.

σιδεράκια,Έτοιμος,ενισχύω,μαξιλάρι,επιβάλλω,Πήχης,νεύρο,ηρεμία,ενισχύω,Χάλυβας

εκφοβίζω,απογοήτευω,αποθαρρύνω,Αποθαρρύνω,κουνάω,υπονομεύω,ανησυχώ,εξασθενώ,εξασθενίζω,αποθαρρύνω

fortified wine => Κρασί με πρόσθετα, fortified => οχυρωμένος, fortification => οχύρωση, fortifiable => οχυρωμένος, fortieth => σαρακοστό,