Greek Meaning of fidgetiness

νευρικότητα

Other Greek words related to νευρικότητα

Definitions and Meaning of fidgetiness in English

Wordnet

fidgetiness (n)

a feeling of agitation expressed in continual motion

Webster

fidgetiness (n.)

Quality of being fidgety.

FAQs About the word fidgetiness

νευρικότητα

a feeling of agitation expressed in continual motionQuality of being fidgety.

αναταραχή,άγχος,ανησυχία,νευρικότητα,νευρικότητα,νεύρα,ανησυχία,δειλία,τάση,ανησυχία

εμπιστοσύνη,έλεγχος,αυτοπεποίθηση,αυτοπεποίθηση,Σιγουριά,Ήρεμος,ηρεμία,Ψυχραιμία,ψυχρότητα,ευκολία

fidgeted => αγχωμένος, fidget => στριφογυρίζω, fidge => ανήσυχος, fides => Φίδης, fidelity => πίστη,