FAQs About the word fanner

ανεμιστήρας

One who fans., A fan wheel; a fan blower. See under Fan.

επεκτείνω,επεκτείνω,φλόγα (έξω),ανοιχτό,(εξαπλώνω),τεντώνω (εαυτόν),ξεδιπλώνω,απλωμένος,εκτείνω,ξεδιπλώνω

κοντά,συμπαγής,Σύμβαση,μειώνω,διπλώνω,συμπιέζω,πυκνώνω

fannel => καύσιμο, fanned => διπλωμένος, fanlike => σε σχήμα βεντάλιας, fanlight => φεγγίτης, fan-leaved => σαν βεντάλια,