Greek Meaning of fanner
ανεμιστήρας
Other Greek words related to ανεμιστήρας
Nearest Words of fanner
Definitions and Meaning of fanner in English
fanner (n.)
One who fans.
A fan wheel; a fan blower. See under Fan.
FAQs About the word fanner
ανεμιστήρας
One who fans., A fan wheel; a fan blower. See under Fan.
επεκτείνω,επεκτείνω,φλόγα (έξω),ανοιχτό,(εξαπλώνω),τεντώνω (εαυτόν),ξεδιπλώνω,απλωμένος,εκτείνω,ξεδιπλώνω
κοντά,συμπαγής,Σύμβαση,μειώνω,διπλώνω,συμπιέζω,πυκνώνω
fannel => καύσιμο, fanned => διπλωμένος, fanlike => σε σχήμα βεντάλιας, fanlight => φεγγίτης, fan-leaved => σαν βεντάλια,