Greek Meaning of extenuatory
ελαφρυντικός
Other Greek words related to ελαφρυντικός
- δικαιολογία
- Εξηγώ
- δικαιολογώ
- ανακουφίζω
- ανακουφίζω
- ζητώ συγγνώμη
- εξιλεούμαι
- ομολογώ
- Αποσμητικό
- δικαιολογώ
- παραβλέπω
- αγνοώ
- ελαχιστοποιώ
- μετριάζω
- ορθολογοποιώ
- ασβεστώνω
- απαλλάσσω
- λογαριασμός (για)
- απαλλάσσω
- ευκολία
- απαλλάσσω
- απαλλάσσειν
- λιγώτερο
- ανοίγω
- μέτριος
- υποβαθμίζω
- Μαλακό πεντάλ
- μαλακώνω
- ζαχαρώνω
- ταμπεραμέντο
- βερνίκι
- δικαιώνω
Nearest Words of extenuatory
Definitions and Meaning of extenuatory in English
extenuatory (a.)
Tending to extenuate or palliate.
FAQs About the word extenuatory
ελαφρυντικός
Tending to extenuate or palliate.
δικαιολογία,Εξηγώ,δικαιολογώ,ανακουφίζω,ανακουφίζω,ζητώ συγγνώμη,εξιλεούμαι,ομολογώ,Αποσμητικό,δικαιολογώ
No antonyms found.
extenuator => ελαφρυντική περίσταση, extenuation => επιεικές μέτρο, extenuating => ελαφρυντικός, extenuated => εξαντλημένος, extenuate => ελαφρύνω,