FAQs About the word erotical

Definition not available

Of or pertaining to the passion of love; treating of love; amatory.

ερωτικός,ερωτευμένος,αφροδισιακό,πικάντικο,Αχνιστός,υποδηλωτικός,άσεμνος,Βρόμικος,σαρκικός,φάουλ

Καθαρός,αξιοπρεπής,ευπρεπής,ευγενικός,κατάλληλος,πρέπουσα,ακίνδυνος,ακίνδυνος

eroteme => ερώτημα, erostrate => Ήροστράτης, erosive => διαβρωτικός, erosion => διάβρωση, erose leaf => Φύλλο διάβρωσης,