FAQs About the word erelong

σύντομα

Before the /apse of a long time; soon; -- usually separated, ere long.

σύντομα,πρώτο,Πρώτα απ' όλα,πρόωρα,αυτή τη στιγμή,σύντομα,σύντομα,ήδη,προηγουμένως,πριν

μετά,έπειτα,αργότερα,μετά,επόμενος,επακόλουθα,πίσω

erector => ιστάμενος, erecto-patent => όρθιο-ανοιχτό, erectly => όρθια, erective => όρθιος, erecting prism => Πρίσμα ανύψωσης,