Greek Meaning of entreatment

ικεσία

Other Greek words related to ικεσία

Definitions and Meaning of entreatment in English

Webster

entreatment (n.)

Entreaty; invitation.

FAQs About the word entreatment

ικεσία

Entreaty; invitation.

ικετεύω,αίτηση,έφεση (προς),ρωτώ,ικετεύω,πολιορκώ,καλώ,καλώ,επικαλούμαι,ικετεύω

κατευνάζω,υπόδειξη,υποδηλώνω,παρακαλω,ικανοποιώ,προτείνω,Άνεση,συμφιλιώνω,ικανοποιώ,υποχρεώνω

entreative => ικετευτικός, entreatingly => ικετευτικά, entreating => ικετεύω, entreaties => ικεσίες, entreatful => ικετευτικός,