FAQs About the word endemically

ενδημικά

In an endemic manner.

ιθαγενής,Αυτοχθόνας,αυτόχθον,Εσωτερικός,Τοπικός,Γηγενής,γεννημένος,περιφερειακός

εξωγήινος,Εξωτικός,ξένος,εισήχθη,μη αυτόχθον,μη ντόπιο,περίεργο,ομογενής,μετανάστης,εισαγόμενος

endemical => ενδημικός, endemic typhus => Ενδημικός τύφος, endemic disease => Ενδημική ασθένεια, endemic => ενδημικός, endemial => ενδημικός,