FAQs About the word dumbly

Definition not available

in a stupid manner, in an inarticulate mannerIn silence; mutely.

βουβός,σιωπηλός,άφωνος,άναρθρος,μητέρα,αглуτισμένος,άφωνος,Ξερός,σουμπρός,κατσούφης

αρθρωτός,κοινωτικός,εύγλωττος,άπταιστα,μιλώντας,ομιλώντας,φλύαρος,εύγλωττος,φλύαρος,ειλικρινά

dumbledor => Ντάμπλντορ, dumbfounding => εκπληκτικό, dumbfounded => αποσβολωμένος, dumbfound => άναυδος, dumb-bell => αλτήρας,