Greek Meaning of diminishable

Μειωμένος

Other Greek words related to Μειωμένος

Definitions and Meaning of diminishable in English

Webster

diminishable (a.)

Capable of being diminished or lessened.

FAQs About the word diminishable

Μειωμένος

Capable of being diminished or lessened.

απολύω,ελαχιστοποιώ,υποτιμώ,καταδικάζω,επικρίνω,καταγγέλλω,εξευτελίζω,καταγγέλλω,απαξιώνω,υποτιμώ

εκδήλωση θαυμασμού,χειροκροτώ,εγκρίνω,Εγκρίνει,υψώνω,εξυμνώ,χάρη,δοξάζω,Επαινεῖν,μεγενθύνω

diminish => μειώνω, dimidiation => διαμερισμός στα δύο, dimidiating => διχοτομούντας, dimidiated => διχοτομημένος, dimidiate => διαμερίζω,