Greek Meaning of diminishable
Μειωμένος
Other Greek words related to Μειωμένος
- απολύω
- ελαχιστοποιώ
- υποτιμώ
- καταδικάζω
- επικρίνω
- καταγγέλλω
- εξευτελίζω
- καταγγέλλω
- απαξιώνω
- υποτιμώ
- εξευτελίζω
- έκπτωση
- δυσφήμηση
- Αντιπάθεια
- μειώνω
- προσβάλλω
- υποβαθμίζω
- ερειπωμένος
- Κατεβαίνω
- εξέγραψε
- κλάψε κάτω
- Dump στο
- Κακοποίηση
- μομφή
- συκοφαντώ
- δις
- αποθαρρύνω
- ατίμωση
- κακοήθης
- βάλω κάτω
- Επιπλήττω
- σκίζω
- μαλώνω
- συκοφαντία
- μεταφράζω
- συκοφαντώ
- ευτελίζω
- συκοφαντώ
- αποδοκιμάζει (κάτι)
- φιλί αποχαιρετισμού
- λυπάμαι, δεν έχω χρήματα
- Μπαρουφολογία
Nearest Words of diminishable
Definitions and Meaning of diminishable in English
diminishable (a.)
Capable of being diminished or lessened.
FAQs About the word diminishable
Μειωμένος
Capable of being diminished or lessened.
απολύω,ελαχιστοποιώ,υποτιμώ,καταδικάζω,επικρίνω,καταγγέλλω,εξευτελίζω,καταγγέλλω,απαξιώνω,υποτιμώ
εκδήλωση θαυμασμού,χειροκροτώ,εγκρίνω,Εγκρίνει,υψώνω,εξυμνώ,χάρη,δοξάζω,Επαινεῖν,μεγενθύνω
diminish => μειώνω, dimidiation => διαμερισμός στα δύο, dimidiating => διχοτομούντας, dimidiated => διχοτομημένος, dimidiate => διαμερίζω,