Greek Meaning of department of energy
Υπουργείο Ενέργειας
Other Greek words related to Υπουργείο Ενέργειας
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of department of energy
- department of education => Υπουργείο Παιδείας
- department of economics => Τμήμα Οικονομικών
- department of defense laboratory system => Σύστημα εργαστηρίων του υπουργείου Άμυνας
- department of defense => Υπουργείο Εθνικής Άμυνας
- department of corrections => Τμήμα Σωφρονισμού
- department of computer science => Τμήμα Επιστήμης Υπολογιστών
- department of commerce and labor => Υπουργείο Εμπορίου και Εργασίας
- department of commerce => Υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας
- department of chemistry => Τμήμα Χημείας
- department of biology => Τμήμα Βιολογίας
- department of energy intelligence => Τμήμα πληροφοριών για την ενέργεια
- department of english => Τμήμα Αγγλικών
- department of health and human services => Υπουργείο Υγείας και Ανθρωπίνων Υπηρεσιών
- department of health education and welfare => Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας
- department of history => Τμήμα Ιστορίας
- department of homeland security => Υπουργείο Εσωτερικής Ασφαλείας
- department of housing and urban development => Υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών
- department of justice => Υπουργείο Δικαιοσύνης
- department of justice canada => Καναδικό Υπουργείο Δικαιοσύνης
- department of labor => Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων
Definitions and Meaning of department of energy in English
department of energy (n)
the federal department responsible for maintaining a national energy policy of the United States; created in 1977
FAQs About the word department of energy
Υπουργείο Ενέργειας
the federal department responsible for maintaining a national energy policy of the United States; created in 1977
No synonyms found.
No antonyms found.
department of education => Υπουργείο Παιδείας, department of economics => Τμήμα Οικονομικών, department of defense laboratory system => Σύστημα εργαστηρίων του υπουργείου Άμυνας, department of defense => Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, department of corrections => Τμήμα Σωφρονισμού,