Greek Meaning of department of labor
Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων
Other Greek words related to Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of department of labor
- department of justice canada => Καναδικό Υπουργείο Δικαιοσύνης
- department of justice => Υπουργείο Δικαιοσύνης
- department of housing and urban development => Υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών
- department of homeland security => Υπουργείο Εσωτερικής Ασφαλείας
- department of history => Τμήμα Ιστορίας
- department of health education and welfare => Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας
- department of health and human services => Υπουργείο Υγείας και Ανθρωπίνων Υπηρεσιών
- department of english => Τμήμα Αγγλικών
- department of energy intelligence => Τμήμα πληροφοριών για την ενέργεια
- department of energy => Υπουργείο Ενέργειας
- department of linguistics => Τμήμα Γλωσσολογίας
- department of local government => Τμήμα Αυτοδιοίκησης
- department of mathematics => Τμήμα Μαθηματικών
- department of music => Τμήμα Μουσικής
- department of philosophy => Τμήμα Φιλοσοφίας
- department of physics => Τμήμα Φυσικής
- department of psychology => Τμήμα Ψυχολογίας
- department of sociology => Τμήμα Κοινωνιολογίας
- department of state => Υπουργείο Εξωτερικών
- department of the federal government => Τμήμα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης
Definitions and Meaning of department of labor in English
department of labor (n)
the federal department responsible for promoting the working conditions of wage earners in the United States; created in 1913
FAQs About the word department of labor
Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων
the federal department responsible for promoting the working conditions of wage earners in the United States; created in 1913
No synonyms found.
No antonyms found.
department of justice canada => Καναδικό Υπουργείο Δικαιοσύνης, department of justice => Υπουργείο Δικαιοσύνης, department of housing and urban development => Υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών, department of homeland security => Υπουργείο Εσωτερικής Ασφαλείας, department of history => Τμήμα Ιστορίας,