Greek Meaning of department of local government
Τμήμα Αυτοδιοίκησης
Other Greek words related to Τμήμα Αυτοδιοίκησης
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of department of local government
- department of linguistics => Τμήμα Γλωσσολογίας
- department of labor => Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων
- department of justice canada => Καναδικό Υπουργείο Δικαιοσύνης
- department of justice => Υπουργείο Δικαιοσύνης
- department of housing and urban development => Υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών
- department of homeland security => Υπουργείο Εσωτερικής Ασφαλείας
- department of history => Τμήμα Ιστορίας
- department of health education and welfare => Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας
- department of health and human services => Υπουργείο Υγείας και Ανθρωπίνων Υπηρεσιών
- department of english => Τμήμα Αγγλικών
- department of mathematics => Τμήμα Μαθηματικών
- department of music => Τμήμα Μουσικής
- department of philosophy => Τμήμα Φιλοσοφίας
- department of physics => Τμήμα Φυσικής
- department of psychology => Τμήμα Ψυχολογίας
- department of sociology => Τμήμα Κοινωνιολογίας
- department of state => Υπουργείο Εξωτερικών
- department of the federal government => Τμήμα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης
- department of the interior => Υπουργείο Εσωτερικών
- department of the treasury => Υπουργείο Οικονομικών
Definitions and Meaning of department of local government in English
department of local government (n)
a permanent department created to perform the work of a local government
FAQs About the word department of local government
Τμήμα Αυτοδιοίκησης
a permanent department created to perform the work of a local government
No synonyms found.
No antonyms found.
department of linguistics => Τμήμα Γλωσσολογίας, department of labor => Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, department of justice canada => Καναδικό Υπουργείο Δικαιοσύνης, department of justice => Υπουργείο Δικαιοσύνης, department of housing and urban development => Υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών,