Greek Meaning of counselorship

συμβουλευτική

Other Greek words related to συμβουλευτική

Definitions and Meaning of counselorship in English

Wordnet

counselorship (n)

the position of counselor

FAQs About the word counselorship

συμβουλευτική

the position of counselor

σύμβουλος,σύμβουλος,σύμβουλος,δικηγόρος,ειδικός,αυθεντία,Εμπιστευτικός,επαγγελματίας,ειδικός,Ντουλάπι

Σύμβουλος

counselor-at-law => Νομικός σύμβουλος, counselor => σύμβουλος, counsellorship => συμβουλευτική, counsellor => σύμβουλος, counselling => συμβουλευτική,