Greek Meaning of counselorship
συμβουλευτική
Other Greek words related to συμβουλευτική
Nearest Words of counselorship
- counselor-at-law => Νομικός σύμβουλος
- counselor => σύμβουλος
- counsellorship => συμβουλευτική
- counsellor => σύμβουλος
- counselling => συμβουλευτική
- counseling => Συμβουλευτική
- counsel to the crown => Σύμβουλος του στέμματος
- counsel => δικηγόρος
- councilwoman => δημοτική σύμβουλος
- councilorship => συµβούλιο
- count => μετρώ
- count alessandro di cagliostro => Κόμης Αlessandro di Cagliostro
- count alessandro volta => Κόμης Αλεσσάντρο Βόλτα
- count down => αντίστροφη μέτρηση
- count ferdinand von zeppelin => Κόμης Φερδινάνδος φον Ζέπελιν
- count fleet => στόλος του κόμη
- count lev nikolayevitch tolstoy => Κόμης Λέων Νικολάγιεβιτς Τολστόι
- count maurice maeterlinck => κόμης Μωρίς Ματερλίνκ
- count nikolaus ludwig von zinzendorf => Κόμης Νικόλαος Λούντβιχ φον Ζίντσεντορφ
- count noun => αριθμήσιμο ουσιαστικό
Definitions and Meaning of counselorship in English
counselorship (n)
the position of counselor
FAQs About the word counselorship
συμβουλευτική
the position of counselor
σύμβουλος,σύμβουλος,σύμβουλος,δικηγόρος,ειδικός,αυθεντία,Εμπιστευτικός,επαγγελματίας,ειδικός,Ντουλάπι
Σύμβουλος
counselor-at-law => Νομικός σύμβουλος, counselor => σύμβουλος, counsellorship => συμβουλευτική, counsellor => σύμβουλος, counselling => συμβουλευτική,