Greek Meaning of coddler
κακομαθημένος
Other Greek words related to κακομαθημένος
Nearest Words of coddler
Definitions and Meaning of coddler in English
coddler (n)
someone who pampers or spoils by excessive indulgence
FAQs About the word coddler
κακομαθημένος
someone who pampers or spoils by excessive indulgence
βράζω,λαθροκυνηγός,σιγοβράζω,Ραγού,ζεματίζω,Ατμός,μαρινάρω,φρικασέ,Μαγείρεμα σε χύτρα ταχύτητας,ζεματίζω
Κακοποίηση,έλεγχος,Πειθαρχία,κακομεταχειρίζομαι,κακοποιώ,κατάχρηση,καταπιέζω,Αναχαιτίζω,Παρακώλυση,βλάβη
coddled egg => Αυγά βραστά μελάτα, coddled => καλομαθημένο, coddle => χαϊδεύω, codding => Κωδικοποίηση, codder => Μπακαλιάρος,