Greek Meaning of cocainized

cocainized

Other Greek words related to cocainized

Definitions and Meaning of cocainized in English

cocainized

to treat or anesthetize with cocaine

FAQs About the word cocainized

Definition not available

to treat or anesthetize with cocaine

αναισθητοποιημένος,αμβλεία,παγωμένο,νεκρωμένο,έκθαμβος,κοιμισμένος,νεκρός,θαμπό,Αβίο,αναίσθητος

συναίσθημα,ευαίσθητος,ε разумный,ξύπνιος

cobs => στάχυα, cobras => κόμπρες, cobles => Κομπλασ, cobbled (together or up) => λιθόστρωτο (μαζί ή πάνω), cobble (together or up) => Πλακόστρωση (μαζί ή προς τα πάνω),