Greek Meaning of coagulability
πηκτικότητα
Other Greek words related to πηκτικότητα
Nearest Words of coagulability
Definitions and Meaning of coagulability in English
coagulability (n.)
The quality of being coagulable; capacity of being coagulated.
FAQs About the word coagulability
πηκτικότητα
The quality of being coagulable; capacity of being coagulated.
Θρόμβος,Πήζω,παγώνω,τζελ,Ζελατινοποίηση,Πήζω,κέικ,συστάδα,πυκνώνω,παγωτό
ροή,ασφάλεια,υγροποιώ,λιώνω,απόψυξη,υγροποιώ,υγροποιώ
coagula => Πήξη, coagmentation => πήξη, coagment => πήζει, coagent => Συναντιδραστής, coagency => συνπρακτορείο,