FAQs About the word charmless

άχαρος

Destitute of charms.

φυλακτό,φυλακτό,έμβλημα,Μαζότ,μαγικό,Φυλακτήριον,σύμβολο,γκρι-γκρι,γκρι-γκρι,τζου τζου

Κατάρα,χουντού,γκαντεμιά,ξόρκι,Δεκαεξαδικός

charmingly => γοητευτικά, charming => γοητευτικός, charmful => γοητευτικός, charmeress => γοητεύτρα, charmer => γοητευτής,